-
1 ἐκ-νίπτω
ἐκ-νίπτω, aus-, abwaschen, reinigen; κύλικα ἐκνενιμμένην Eubul. bei Ath. XI, 470 d; φόνῳ φόνον ἐκνίψω Eur. I. T. 1224; sühnen, Plat. epist. VIII, 352 c u. öfter; eine Befleckung durch Sühnmittel abwaschen, sich von einem Vorwurfe reinigen, μύσος Orph. Arg. 1230; οὐδέποτ' ἐκνίψῃ σὺ τἀκεῖ πεπραγμένα σαυτῷ Dem. 18, 140. Auch med., τὸν φόνον ἐκνίψασϑαι Philostr.; ἐκνιψάμενος τὸ ϑνητόν Plut. an vit. 3.
-
2 εκνιζω
ἐκνίζω, ἐκνίπτω(fut. ἐκνίψω)1) омывать, очищать(ψυχήν Anth.)
2) смывать(φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.)
; med. смывать с себя(τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.)
-
3 εκνιπτω...
ἐκνίπτω...ἐκνίζω, ἐκνίπτω(fut. ἐκνίψω)1) омывать, очищать(ψυχήν Anth.)
2) смывать(φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.)
; med. смывать с себя(τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.)
См. также в других словарях:
εκνίζω — ἐκνίζω (Α) 1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.) 2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου 3. καθαρίζω, εξαγνίζω 4. κάνω κάτι διαυγές … Dictionary of Greek